θεατρολογία

θεατρολογία
η
η μελέτη τού θεάτρου, η ιστορική, γραμματολογική ή αισθητική έρευνα που αναφέρεται στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Walter Puchner — (in neugriechischer Transkription: Βάλτερ Πούχνερ, * 1947 in Wien) ist ein österreichischer Theaterwissenschaftler und ordentlicher Professor für Theaterwissenschaft an der Universität Athen. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Forschungsschwerpunkte 3 …   Deutsch Wikipedia

  • θεατρολογικός — ή, ό [θεατρολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεατρολογία ή στον θεατρολόγο …   Dictionary of Greek

  • θεατρολόγος — ο, η ο ειδικά ασχολούμενος με τη θεατρολογία, με τη μελέτη και την έρευνα τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο λόγος, φιλό λογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Αθανάσιο Σ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελάτος, Σπύρος — (Αθήνα 1940 –).Φιλόλογος και σκηνοθέτης θεάτρου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και θεατρολογία στα πανεπιστήμια της Βιέννης και του Λονδίνου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Επτανησιακό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”